
Ο Jeffery περιγράφει το Φρέναρος ως ένα μικρό οικισμό χωρίς κανένα ενδιαφέρον, κοντά στον οποίο βρίσκονται τα ερείπια δύο μικρών ξωκλησιών το ένα από τα οποία είναι γνωστό ως «Παναγία Χορτακιώτισσα». Δεν κάνει όμως καμιά αναφορά σε εκκλησίες που υπάρχουν σήμερα και σύμφωνα με τη χρονολόγησή τους, θα πρέπει να υπήρχαν και τότε. Ο ίδιος θεωρεί ενδιαφέρουσα τη δυνατότητα ετυμολόγησης του ονόματος του χωριού από το «fréres mineurs». Πραγματικά, η επικρατέστερη άποψη για την ονομασία του χωριού λέει ότι προήλθε από τους Fréres Mineurs, τους Φραγκισκανούς Λατίνους μοναχούς που αναφέρεται ότι κατείχαν στην περιοχή ένα μοναστήρι, εκείνο της Παναγίας Χορτακιώτισσας, στα νοτιοανατολικά του χωριού. Οι καθολικοί μοναχοί από θρησκευτική μετριοπάθεια ονόμασαν το τάγμα τους Μικροί Αδερφοί, στα γαλλικά Fréres Mineurs, ενώ οι Έλληνες τους έλεγαν Φρέρηδες. Ο Σίμος Μενάρδος γράφει χαρακτηριστικά:
«Όλως διόλου αγνώριστον κατήντησε το Φρέναρος ή Βρένναρος αφού εσχημάτισε και γενικήν του Φρενάρου κατά το του Τροόδου, του Ομόδου κτλ. Και όμως και περί τούτου πιστεύομεν αδιστάκτως ότι παρήχθη εκ τείνος εκεί πλησίον (ίσως όπου το ερείπιον της μονής της Παναγίας της Χορτατζώτισσας) μονής των Fré Menors (ήτοι fréres mineurs), των μετριοφρόνως καλούμενων Φραγκισκανών (ιταλιστί Fraticelli), ους το Χρονικόν του Μορέως (Κ., στ. 2659, 7518) καλεί Φρεμενούριους. Ούτοι τω 1468 εζήτησαν την συνδρομήν του ρηγός, αυτός δε διέτεξε pour avoir labite abaie dous Fré Menors chascum an … besants CXVII (Mas L., III, 209). Το Φρέμινορς κατά μετάθεσιν εξηλληνίσθη ωραιότατα εις (Φρέμναρος) Φρένναρος, ούτως ώστε και αυτός ο Mas Latrie (L’ ile, σ.200,9) μεταγράφει αυτό Phrénaros, ουδέν υποπτεύων ancien nom francais.»
Ανάλογη εκδοχή για το όνομα του χωριού καταγράφει και ο Νέαρχος Κληρίδης: «Το όνομά του είναι Φράγκικο, γιατί σχηματίστηκε από το όνομα Φράγκων μοναχών που έμεναν στο γειτονικό μοναστήρι της Παναγίας των Χορτακιών και ονομάζονταν Frémenors = πατέρες οδηγοί.» Προσθέτει ακόμα πως οι Φραγκισκανοί εκείνοι μοναχοί δεν μπορούσαν να συντηρηθούν και στα 1468, ζήτησαν συνδρομή από το Φράγκο βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο το νόθο ο οποίος τους παραχώρησε ένα ποσόν από 117 νομίσματα του καιρού εκείνου, πληροφορία που αναφέρθηκε βέβαια και πιο πάνω, από το Σίμο Μενάρδο.
Η πιο πάνω ετυμολόγηση του ονόματος του χωριού δικαιολογεί και την εκφορά του με δύο «ν» (Φρένναρος) στην Κυπριακή διάλεκτο, αφού το δεύτερο «ν» δημιουργήθηκε προφανώς από αφομοίωση του μ=ν. Άλλωστε και στην έκδοση της Κυπριακής Δημοκρατίας για την τυποποίηση των ονομάτων και τοπωνυμίων με βάση το Λατινικό αλφάβητο, καταγράφεται ως «Frennaros» και με το ελληνικό αλφάβητο ως «Φρένναρος». Βέβαια, αν και προφέρεται έτσι, σήμερα γράφεται με ένα «ν» από όλους τους οργανωμένους φορείς. Όσον αφορά τη γενική του ονόματος, σε παλαιότερα έγγραφα και στην καθομιλουμένη έχει επικρατήσει ο τύπος χωρίς «ς», «του Φρενάρου». Τα τελευταία χρόνια κάποιοι οργανωμένοι φορείς αλλά και μεμονωμένα άτομα χρησιμοποιούν τη γενική «του Φρενάρους» υποστηρίζοντας την άποψη πως γραμματικά είναι πιο σωστό, αφού το όνομα του χωριού είναι ουδέτερο σε «-ος». Στην παρούσα εργασία υιοθετείται η άποψη πως, όσον αφορά τα τοπωνύμια, δεν ακολουθείται απαραίτητα ο γραμματικός κανόνας, αλλά ο τύπος που έχει καθιερωθεί διαμέσου των αιώνων, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται η γενική «του Φρενάρου»
Μια δεύτερη άποψη για την ονομασία του χωριού, αναφέρει ότι, στην περιοχή της Παναγιάς της Χορτακιώτισσας, τόσο επί Βυζαντινών, όσο και επί Φράγκων, είχε μοναχούς και μοναστήρια. Το τοπωνύμιο Frenaria στα Γαλλικά, σημαίνει περιοχή, όπου κατοικούσαν μοναχοί. Είναι σύνθετη λέξη αποτελούμενη από το Freres (μοναχός) και το aria (περιοχή). Έτσι Freraria, σημαίνει περιοχή μοναχών. Για να ηχεί καλύτερα το Freraria έγινε Frenaria και στην Ελληνοκυπριακή διάλεκτο ονομάστηκε Φρένναρος.
Ο μεσαιωνικός οικισμός Frinaria, βρισκόταν περί τα 2 χιλιόμετρα νοτιότερα του σημερινού οικισμού κι ήταν γνωστή η τοποθεσία ως «Παλαιόν Φρέναρος». Ο οικισμός μετακινήθηκε κατά την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά είναι άγνωστο πότε. Πάντως ο Τζοβάνι Μαρίτι έγραψε το 1760 πως τότε ο παλαιός οικισμός ήταν ερειπωμένος. Ο Rubert Gunnis αναφέρει πως «ένα μίλι νότια του χωριού βρίσκονται τα κατάλοιπα μιας αφανισθείσας πόλης αξιοσημείωτου μεγέθους. Όλα τα σπίτια έχουν από καιρό εξαφανισθεί αλλά υπάρχουν ακόμα τρεις εκκλησίες.» Η μεγαλύτερη από αυτές, συνεχίζει, είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, κάπως νότια της είναι το Μοναστήρι της Παναγίας του Κούρδαλι, ενώ η τρίτη εκκλησία, του Αγίου Θεοδώρου είναι η πιο κατεστραμμένη. Ο Ζαχαρίας Γιακουμή αναφέρει ακόμα πως ο πατέρας του άκουσε από τον Πετρούδη, που έζησε γύρω στο 1900, πως η περιοχή αυτή ονομαζόταν «Τριάτζια» γιατί εκεί υπήρχαν τρία χωριά που ήταν κτισμένα γύρω από αυτές τις εκκλησίες. Η περιοχή αυτή είναι και σήμερα γνωστή ως Χορτάκια (τα) και διοικητικά ανήκει στο γειτονικό χωριό Σωτήρα.. Στην «Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου υπό του της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Αρχιμανδρίτου Κυπριανού εν έτει 1788» καταγράφονται τα μοναστήρια με Ορθόδοξους μοναχούς και ανάμεσα σε αυτά που υπάγονται στην επαρχία της αρχιεπισκοπής αναφέρεται και αυτό «Των Χορδακίων».
Η Χρυσταλλού Καλογήρου, που γεννήθηκε το 1918, θυμάται τον παππού της να διηγείται πως οι κάτοικοι του χωριού έφυγαν από τα «Χορτάτζια» για να γλιτώσουν από τους πειρατές που έκαναν επιδρομές και κατοίκησαν στο σημερινό Φρέναρος που δε φαίνεται από τη θάλασσα. Διηγήθηκε επίσης και την πιο κάτω ιστορία η οποία αναφέρεται και σε άλλες περιοχές της Κύπρου και είναι πιθανόν να εμπίπτει στη σφαίρα του μύθου:
«Σε μια επιδρομή των πειρατών, ασκερλήες τους έλεγαν, οι κάτοικοι ήταν κρυμμένοι σε ένα λάκκο αλλά ένα μικρό παιδί έκλαιγε. Τότε ένας Τούρκος, που θέλησε να προστατέψει τους Έλληνες, τραγούδησε το τραγούδι: “Σφίξε μάνα το παιδί να γλιτώσεις τη ζωή”. Η μάνα έκλεισε τότε με το χέρι της το στόμα του παιδιού και γλίτωσαν.»
Τα πιο πάνω επιβεβαιώνει ο Γεώργιος Σιοπαχάς. Επίσης και άλλοι ηλικιωμένοι κάτοικοι αναφέρουν πως στα «Χορτάτζια» φαίνονταν στο έδαφος, όταν αυτοί ήταν νέοι ακόμα, σημάδια από τους λάκκους που έσκαβαν οι κάτοικοι για να κρυφτούν από τους πειρατές όταν αυτοί έκαναν επιδρομές. Ο Ζαχαρίας Γιακουμή και η Μαρία Σιοπαχά προσθέτουν πως οι λάκκοι αυτοί είχαν μικρό άνοιγμα αλλά στο βάθος είχαν μεγαλύτερο πλάτος και τους χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του οικισμού και για να αποθηκεύουν το σιτάρι και το κριθάρι. Τα κατάλοιπα σπιτιών που υπήρχαν στην περιοχή τα θυμούνται και πιο νέοι κάτοικοι του χωριού.
Ο Gunnis, εκτός από τις τρεις εκκλησίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, περιγράφει ακόμα δύο, την εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου και της Αγίας Μαρίνας. Η ύπαρξη τόσων πολλών εκκλησιών, φανερώνει, ότι η περιοχή αυτή ήταν αρκετά σημαντική κατά τα Βυζαντινά χρόνια κι αργότερα. Για τις εκκλησίες αυτές αλλά και τα άλλα ξωκλήσια που υπάρχουν σήμερα γύρω από το χωριό γίνεται ειδικότερη αναφορά στο κεφάλαιο για τα εκκλησιαστικά μνημεία.
Εκτός από τις πιο πάνω εκδοχές για την ετυμολόγηση του ονόματος του χωριού, που συναντούμε στη βιβλιογραφία και είναι και οι επικρατέστερες, οι κάτοικοι του χωριού αναφέρουν κι άλλες. Ο Γεώργιος Σιοπαχάς αναφέρει πως οι παλαιότεροι του, έλεγαν ότι ο αρχηγός των μοναχών στο μοναστήρι στα «Χορτάτζια» λεγόταν «Φρέαρος» και από αυτόν πήρε το όνομα του το Φρέναρος. Παρεμφερής με αυτή την εκδοχή είναι μια παράδοση που λέει πως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Φράγκο αρχιεπίσκοπο Φρένδο και τον αποκεφάλισαν λίγο έξω από το χωριό, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου. Κάποια άλλη παράδοση λέει πως το όνομα στο χωριό το έδωσαν οι ιδρυτές του, οι δίδυμοι αδελφοί Φρέναροι. Μια άλλη εκδοχή που αναφέρουν κάτοικοι του χωριού είναι ότι το όνομα «Φρέναρος» προέρχεται από τo «φρέαρ, του φρέατος», που σημαίνει πηγάδι, αφού το χωριό είχε πολλά πηγάδια. Τέλος, μια παράδοση συνδέει το όνομα του χωριού με τη λέξη «φρένες» ή «φρένα» που σημαίνουν μυαλό και λέει ότι οι κάτοικοι είχαν καλές φρένες, ήταν δηλαδή άνθρωποι μυαλωμένοι, φρόνιμοι.
Πηγές: Διπλωματική Εργασία Μαριάννας Σιοπαχά "Φρέναρος ιστορία και Πολιτισμός"
(Jeffery, G., ό.π. σ.227. Μενάρδος, Σ., Τωπονυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Λευκωσία 1970, σ. 79. Κληρίδης, Ν. , Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου, Λευκωσία 1961, σ. 245,246. Christodoulou, M. & Konstandinidis K., The Cyprus Permanent Committee for the Standardization of Geographical Names, A Complete Gazetter of Cyprus. Republic of Cyprus, Nicosia 1987 σ.12. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, ό.π. σ. 324. Gunnis, R., Historic Cyprus. A guide to its towns & villages monasteries & castles. K. Rustem & Bro, Nicosia (1936), σ.385, σ.386. Αρχιμανδρίτου Κυπριανού, Ιστορία Χρονολογική της νήσου Κύπρου, Λευκωσία 1788, σ.577).