
Ο Γιαννάκης, γεννήθηκε στο Φρέναρος στις 10 Οκτωβρίου 1949, ήταν το μοναδικό αγόρι του Γεώργιου και της Ευδοκίας Ζουβάνη. Ακολουθούν δύο αδελφές. Ήταν μαθητής στο Δημοτικό, όταν το 1958 η οικογένεια του μετακόμισε στις Βρυσούλλες, όπου ο πατέρας του άνοιξε εστιατόριο. Μετά το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, έμαθε την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων. Όταν αργότερα, μετά την εκτέλεση της στρατιωτικής του θητείας αναζήτησε ο Γιαννάκης δουλειά στα πλοία, έφτασε στο βαθμό του δεύτερου μηχανικού πλοίων. Ξεχωριστή ήταν η αγάπη του Γιαννάκη για την οικογένειά του. Αγαπούσε υπερβολικά τις δύο αδελφές και τους γονείς του, ιδιαίτερα τη μητέρα του που την στερήθηκε πολύ μικρός, λόγω ανίατης ασθένειας.
Στο στρατό υπηρέτησε στην ομάδα δολιοφθορών και αργότερα στο Β.Μ.Η. στη Λευκωσία. Μετά την απόλυση του έπιασε δουλειά στα πλοία. Το καλοκαίρι του 1974 βρισκόταν με άδεια στο σπίτι. Μόλις οι σειρήνες ήχησαν μεταφέροντας προς κάθε κατεύθυνση το κάλεσμα της πατρίδας που κινδύνευε, ο Γιαννάκης ανταποκρίθηκε πρόθυμα. Εθελοντικά κατατάγηκε έφεδρος, πράγμα που μπορούσε να το αποφύγει, αφού ήταν κάτοχος αγγλικού διαβατηρίου. Η φιλοπατρία του όμως, δεν του το επέτρεπε. Ήταν πολύ φιλότιμο παιδί.
Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης φάσης της εισβολής, ο Γιαννάκης ήρθε με άδεια στο χωριό. Σαν να είχε ένα κακό προαίσθημα και ήρθε να αποχαιρετήσει τα αγαπημένα του πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, κλήθηκε πίσω στη μονάδα του για υπηρεσία. Το τάγμα του, το 706 Τάγμα Μηχανικού, στάλθηκε στην Κερύνεια για ναρκοθέτηση.
Οι πληροφορίες λένε πως θεάθηκε στα μέρη Καραβά και Λαπήθου. Εκεί, ενώ κάλυπτε την υποχώρηση άλλων, στις 5 Αυγούστου, φαίνεται πως έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Αιχμάλωτη γυναίκα δήλωσε μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, πως τον είδε να τον κρατούν οι Τούρκοι στρατιώτες και να τον βασανίζουν. Αυτή η είδηση, ώθησε τους δικούς του να τον αναζητήσουν παντού, με υπεράνθρωπες προσπάθειες. Οι Τούρκοι όμως, έμειναν ανάλγητοι. Ούτε μια πληροφορία δεν έδωσαν και δυστυχώς δε μάθαμε ποτέ τι απέγινε.