Δημήτρης Βρακάς

Ο Δημήτρης Βρακάς γεννήθηκε στο χωριό Πηγή, τον Γενάρη του 1940. Σε ηλικία δέκα εννέα χρονών, παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιά του Μαρούλα και απέκτησαν τρία παιδιά.

Εργαζόταν σε οικοδομική εταιρεία της Αμμοχώστου, όπου με τον μισθό που έπαιρνε εξασφάλιζε στην οικογένεια του άνετη διαβίωση. Τακτικός στη δουλειά του, συνεπής στις υποχρεώσεις του, ήταν παράδειγμα καλού οικογενειάρχη. Αγαπούσε την φύση, ενδιαφερόταν για το ποδόσφαιρο, για την πολιτική και αναμειγνυόταν στα κοινά, του άρεσαν οι χοροί με ιδιαίτερη προτίμηση στους Κυπριακούς. 

Όταν κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, είχε ήδη τα τρία παιδάκια του. Την μαύρη ημέρα της εισβολής ο Δημήτρης έτρεξε από τους πρώτους για να υπηρετήσει την πατρίδα του. Αποχαιρέτησε την σύζυγο και τα παιδιά του και παρουσιάστηκε στην Αμμόχωστο. Δεν γνώριζε πως δεν θα τους ξανάβλεπε.

Από την Αμμόχωστο η μονάδα του μετακινήθηκε στο χωριό Όβγορος. Οι Τουρκοκύπριοι, υπακούοντας στις εντολές του Αττίλα και της Άγκυρας, πήραν τα όπλα για να επιτεθούν στα γειτονικά χωριά. Το πρωί της Κυριακής 21 Ιουλίου, στην προσπάθεια των εφέδρων μας να αναχαιτήσουν τις δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων, ο Δημήτρης Βρακάς, της Ελένης και του Αρτέμη, άφησε την τελευταία του πνοή στο πεδίο της τιμής. Η σωρός του Δημήτρη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Λευκονοίκου όπου το απόγευμα, όταν τελείωσαν οι βομβαρδισμοί, έγινε η κηδεία και η ταφή του στα γρήγορα, στην παρουσία της συζύγου, των γονιών του και μιας αδελφής του. 

Όταν έγινε εκεχειρία, τότε μόνο, μπόρεσαν τα παιδιά του και οι άλλοι συγγενείς να ανάψουν το καντήλι και να εναποθετήσουν λουλούδια στον τάφο του. Στις 14 Αυγούστου, η σύζυγος και τα παιδιά του, πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς και κατέληξαν στο Φρέναρος όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.