Παραδοσιακό Σπίτι

Η αυλή

Η αυλή ήταν απαραίτητο στοιχείο του σπιτιού αφού οι καιρικές συνθήκες της Κύπρου και ιδιαίτερα των πεδινών περιοχών επιτρέπουν την υπαίθρια διαβίωση στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και της μέρας. Ήταν συνήθως περιφραγμένη με ψηλό πετρόχτιστο τοίχο και ακόμα πιο παλιά με «φραμόν», φράκτη δηλαδή, καμωμένο από κλαδιά. Απαραίτητος σε κάθε αυλή ήταν ο φούρνος στον οποίο η οικοκυρά έψηνε τα ψωμιά, τα κουλούρια, τις φλαούνες της Λαμπρής αλλά και το κρέας σε μεγάλες γιορτές με οικογενειακά φαγοπότια. Από την αυλή δεν έλειπαν τα ζώα, οι κότες ή και άλλα πτηνά, το γουρούνι που μεγάλωνε η οικογένεια, αλλά και τα πρόβατα με τις κατσίκες. Σε αρκετές αυλές του χωριού οι ιδιοκτήτες είχαν λάκκους με «αλακάτι», μαγγανοπήγαδο, ή με ανεμόμυλο για να καλύπτονται οι ανάγκες της οικογένειας σε νερό. Εκεί όπου υπήρχε νερό στην αυλή φύτευαν και δέντρα ή άλλα καλλωπιστικά. Η κληματαριά ήταν χαρακτηριστικό κάθε αυλής στο χωριό. Οι γλάστρες με το βασιλικό, τη μαντζουράνα, το φούλι, το βάλσαμο και οι τριανταφυλλιές, το λασμαρίν και ο δυόσμος συμπλήρωναν το σκηνικό. Όταν το χωριό ήταν ακόμα αραιοκατοικημένο καλλιεργούσαν το χωράφι που υπήρχε γύρω από την αυλή, με λαχανικά, κολοκάσι ή πατάτες.

Ο ηλιακός

Ο ηλιακός ήταν ημιυπαίθριος χώρος μπροστά από τα κεντρικά δωμάτια και αποτελούσε προέκταση της στέγης τους που στηριζόταν σε τοξοστοιχία με δύο, τρεις ή τέσσερις καμάρες, ανάλογα με το μέγεθος του σπιτιού. Είχε πάντα νότιο προσανατολισμό για να είναι ευήλιος και ευάερος και εδώ η οικογένεια ανάπτυσσε πολλές από τις δραστηριότητές της. Εδώ έκανε η οικοκυρά τις περισσότερες δουλειές της, έτρωγε η οικογένεια και τους μήνες της μεγάλης ζέστης χρησίμευε ως υπαίθριο υπνοδωμάτιο. Εδώ γίνονταν οι μεγάλες οικογενειακές συναθροίσεις και τα φαγοπότια τις γιορτές του Πάσχα, τις «Σήκωσες»,την Καθαρά Δευτέρα κ.ά. Από ένα σιδερένιο κρίκο, το «τερτζιέλλιν», στο κέντρο της μεσαίας καμάρας κρέμμαζαν και τη «σούσα» (κούνια).

Το δίχωρον και το μακρυνάριν

Το κεντρικό δωμάτιο του παραδοσιακού σπιτιού ήταν μακρυνάρι ή δίχωρο. Το μακρυνάρι είχε μήκος 6-9 μέτρα και πλάτος 3 μέτρα όσο και το μάκρος των «βολιτζιών», των τυποποιημένων δοκαριών δηλαδή, που στήριζαν τη στέγη. Το δίχωρο (=δύο χώροι) είχε ακριβώς διπλάσιο πλάτος από το μακρυνάρι αφού με τη χρήση μιας κεντρικής δοκού ή ενός τόξου, όπου ακουμπούσαν τα βολίτζια, επιτυγχάνετο ο διπλασιασμός του χώρου. Η παρουσία του διχώρου ήταν ένδειξη καλύτερης οικονομικής κατάστασης γι’ αυτό και ονομαζόταν παλάτι ή «τσάμπρα» (από το γαλ. Chambre). Τα περισσότερα σπίτια που χτίζονταν στο Φρέναρος στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν δίχωρα με καμάρα.

Στο Φρέναρος το δίχωρο ήταν, όπως και σε όλη την πεδινή Κύπρο της εποχής, «η αίθουσα υποδοχής των ξένων, και σ’ αυτό το χώρο φαινόταν όλος ο πλούτος και η νοικοκυροσύνη της οικοδέσποινας» Στον κεντρικό τοίχο υπήρχε πάντα η ανάγλυφη «σουβάντζα» στολισμένη με παλιά «αλειφτά» πιάτα. Στη μια γωνιά ήταν η «καρκόλα» (μεταλλικό κρεβάτι) με το «σκλουβέριν» και τον «τορναρέττο» που κάλυπτε τα πόδια, στρωμένη με κεντητά υφαντά σεντόνια και στην άλλη το ξύλινο σκαλιστό ερμάρι και το «σεντούτζιν». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σε κάθε σπίτι υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, αυτό του αντρογύνου. Τα υπόλοιπα μέλη κοιμόντουσαν στην «τάβλα», που ήταν πρόχειρη κατασκευή με σανίδια που στηρίζονταν σε τέσσερα ξύλινα πόδια, πάνω στην οποία έβαζαν το στρώμα. Σε περίοπτη θέση ήταν και η σκαλιστή «κονσόλα» και το τραπέζι στρωμένο με άσπρο κεντητό τραπεζομάντιλο. Τους τοίχους στόλιζαν υφαντές μαντηλιές και κάδρα. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια υπήρχε ένα τουλάχιστον μεγάλο κάδρο καμωμένο με κουκούλια μεταξοσκώληκα. Στα αριστερά και δεξιά του δίχωρου ήταν κτισμένα τα υπόλοιπα δωμάτια και οι άλλοι βοηθητικοί χώροι, έτσι που να έχουν πρόσβαση στον ηλιακό και την αυλή.

Το σώσπιτο

Το σώσπιτο ήταν ο χώρος στον οποίο αποθήκευαν τα τρόφιμα (σιτάρι, όσπρια, χαλούμια, παστά κρέατα, κ.ά.). Εδώ όμως βρισκόταν και ο αργαλειός με τα άλλα εργαλεία υφαντικής όπως η «ανέμη» και το «δουλάππιν», αλλά και τα απαραίτητα για το ζύμωμα: η «βούρνα», το «σανίν», το «φουρνόφκυαρον» και η «σανιθκιά».

Μαειρκό-Πλυσταρκόν

Το «μαειρκόν» ήταν ένας άλλος σημαντικός χώρος του σπιτιού, που συνήθως βρισκόταν στα ανατολικά και εφαπτόταν του ηλιακού έτσι ώστε η πρόσβαση σ’ αυτόν να είναι άμεση. Ήταν η κουζίνα, το πλυσταριό αλλά και ο χώρος όπου τα μέλη της οικογένειας έκαναν μπάνιο, αφού κουβαλούσαν μέσα τη μεταλλική μπανιέρα. Το δωμάτιο αυτό αντί για παράθυρα είχε ψηλούς φεγγίτες, τις «αρσέρες». Στον ένα τοίχο ήταν κτισμένη μια πέτρινη γούρνα για το πλύσιμο και δίπλα το πιθάρι το οποίο γέμιζαν με «αλουσίβα». Στην απέναντι πλευρά, κάτω στο πάτωμα υπήρχαν οι «νιστιές», εστίες δηλαδή, χτισμένες με πέτρες και πηλό. Μια μικρή για το καθημερινό μαγείρεμα και μια μεγαλύτερη για μεγάλα σκεύη όπως το «χαρτζίν» μέσα στο οποίο έφτιαχναν συνήθως χαλούμια και «τραχανά». Οι τοίχοι του μαειρκού ήταν πάντα μαυρισμένοι από την καπνιά των ξύλων και των «θρουμπιών» που άναβαν στις «νιστιές», αφού δεν υπήρχε σύστημα εξαγωγής καπνού. Γι’ αυτό, όταν το κρύο ήταν υποφερτό χρησιμοποιούσαν «νιστιές» σε εσοχές του ηλιακού ή ακόμα και σε κάποιο απάνεμο σημείο της αυλής.

Ο στάβλος και ο αχυρώνας

 

Ο στάβλος κι ο αχυρώνας τοποθετούνταν συνήθως στα βόρια και δυτικά του σπιτιού. Στο στάβλο έβαζαν τα ζώα τους, τα βόδια και το μουλάρι ή το γαϊδούρι, και υπήρχαν ειδικά διαμορφωμένες πέτρινες πάχνες για το τάϊσμα των ζώων. Στον αχυρώνα, το «σιερωνάριν» όπως το έλεγαν, φυλαγόταν το άχυρο, το κριθάρι και οι άλλες ζωοτροφές.

 

Πηγές: Διπλωματική Εργασία Μαριάννας Σιοπαχά "Φρέναρος Ιστορία και Πολιτισμός"

(Οι περιγραφές έγιναν από τις Μαρία Σιαπάνη, Φανού Κατσαρή και Χαμπού Κουρρή. Ιωνάς, Ι. Πεδινή Αρχιτεκτονική στην Κύπρο , στο «Κυπριακή Τέχνη». Ίδρυμα Πιερίδη, Λευκωσία 1993, σ. 98. Πιερίδη, Α., Περιγραφαί Τύπων Κυπριακής Κατοικίας από Κείμενα Περιηγητών του 18ου και 19ου αιώνα, στο βιβλίο «Κυπριακή Λαϊκή τέχνη», Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών Λευκωσία 1991, σ.164).