
Με τη γεωργία ασχολούνταν οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρεται πως οι πατέρες των 26 από τα 35 παιδιά που εγγράφηκαν στο Δημοτικό Σχολείο Φρενάρου το 1900 ήταν γεωργοί, 3 ήταν αγροφύλακες, 2 ήταν βοσκοί, ένας εργάτης, ένας μυλωνάς και δύο είχαν αποβιώσει. Το 1950 γεωργοί ήταν οι 25 από τους 40. Οι βοσκοί εξακολουθούσαν να είναι λίγοι και αυξήθηκαν οι εργάτες. Οι γεωργοί συνέχισαν να μειώνονται σταδιακά και στη δεκαετία που ακολούθησε αλλά η μεγάλη στροφή των κατοίκων του χωριού σε άλλα επαγγέλματα και η εγκατάλειψη της γεωργίας ως βασικού επαγγέλματος έγινε κατά τη δεκαετία του 80.
Σήμερα, παρά το γεγονός πως πολύ λίγοι είναι αυτοί που έχουν τη γεωργία ως αποκλειστικό επάγγελμα, στο Φρέναρος συνεχίζουν να παράγονται αρκετά μεγάλες ποσότητες γεωργικών προϊόντων λόγω της μηχανοποίησης της γεωργίας και επίσης γιατί αρκετοί έχουν τη γεωργία ως δεύτερο επάγγελμα. Στα εύφορα εδάφη του χωριού καλλιεργείται μια μεγάλη ποικιλία λαχανικών με κυριότερο την πατάτα, η καλλιέργεια της οποίας ευνοείται από τις κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες. Το Φρέναρος ειδικεύτηκε από νωρίς στην πατατοκαλλιέργεια, που το ανέδειξε σαν ένα από τα κυριότερα πατατοπαραγωγικά χωριά της Κύπρου. Η καλλιέργεια των χωραφιών για το φύτεμα και η εκρίζωση των πατατών γινόταν με το παραδοσιακό άροτρο μέχρι και τη δεκαετία του 50. Για την εκρίζωση των πατατών χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια, γι’ αυτό και έφερναν εργάτριες και από άλλες περιοχές της Κύπρου. Πριν από το 1974 έρχονταν και πολλές Τουρκοκύπριες εργάτριες από τούρκικα χωριά και την Αμμόχωστο. Τις πατάτες τις έβαζαν σε καλάθια και «κοφίνες» από καλάμια. Σημαντική θέση στο Φρέναρος είχε και συνεχίζει να έχει και η καλλιέργεια καρπουζιών.
Παλαιότερα, από τη δεκαετία του 60 ως το 90, συναντούσες γύρω από το χωριό μεγάλα περιβόλια με εσπεριδοειδή που σήμερα έχουν εκριζωθεί εξαιτίας της μη κερδοφόρου πια απόδοσής τους αλλά και της έλλειψης νερού. Ακόμα πιο πριν, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, υπήρχαν μεγάλα περιβόλια με ροδιές, γιατί οι κάτοικοι εξήγαγαν τα ρόδια στις γειτονικές αραβικές χώρες. Φόρτωναν για το σκοπό αυτό μεγάλα καΐκια που προσέγγιζαν στη θαλάσσια περιοχή «Μακρόνησος», που δεν είναι μακριά από το χωριό, και οι παραγωγοί κουβαλούσαν εκεί τα ρόδια με τα κάρα τους. Ο Γ. Σιοπαχάς θυμάται πως οι περιοχές Κάτσαρης και Κάβαλλος ήταν γεμάτες από περιβόλια με ροδιές.
Σημαντική θέση έχει επίσης η καλλιέργεια δημητριακών, κυρίως κριθαριού και σιταριού, ο θερισμός των οποίων γινόταν, μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, με δρεπάνι. Το αλώνισμα γινόταν σε αλώνια γύρω από το χωριό. Την εποχή του θέρους έρχονταν στο χωριό εργάτες μέχρι και από την Πάφο. Ο πρώτος κάτοικος του Φρενάρου που έφερε θεριστική μηχανή ήταν ο Τέουλος. Τη μηχανή αυτή την έσερναν τα βόδια αλλά μερικά χρόνια αργότερα, το 1960 περίπου, έφτασε και μηχανή που την τραβούσε το τρακτέρ και μπορούσε να θερίζει και ταυτόχρονα να αλωνίζει.
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι γεωργοί του χωριού καλλιεργούσαν σε μεγάλη έκταση και το «ρόβιν», δημητριακό που χρησιμοποιούσαν ως ζωοτροφή. Το μάζεμα του «ροφκιού» ήταν ιδιαίτερα δύσκολο και έπρεπε να γίνει πριν την ανατολή του ήλιου, αφού με τη ζέστη ξηραινόταν κι έλιωνε. Η Χαμπού Κουρρή θυμάται το «πουρνίν», δηλαδή το μεροκάματο που κέρδιζε όταν δούλευε από τις δύο περίπου μετά τα μεσάνυκτα ως τις 10 περίπου το πρωί, για το μάζεμα του «ροφκιού». Καλλιεργούσαν επίσης βαμβάκι, λουβιά και φασόλια.
Ακόμα πιο παλιά, έμαθε ο Γ. Σιοπαχάς από τη γιαγιά του, στα αργιλώδη εδάφη κοντά σε νερό, που σήμερα μένουν ακαλλιέργητα, καλλιεργούσαν ένα φυτό, την «πογιάν» το οποίο πουλούσαν στην Αμμόχωστο. Από το φυτό αυτό έφτιαχναν βαφή και είναι γνωστό ως ριζάρι. Η Αγγελική Πιερίδη αναφέρει πως στην Κύπρο το ονομάζανε «πογιά ή λιζάρι» και χρησιμοποιούσανε τις ρίζες του για την εξαγωγή της σκούρας κόκκινης βαφής για βαμβακερά υφάσματα. Η Κύπρος ήταν γνωστή από το Μεσαίωνα για την εξαγωγή στην Ευρώπη της βαφής του ριζαρίου που το ονομάζανε «Robia di Cipri». Το εμπόριο του ριζαριού έφτασε σε μεγάλη ακμή τον 18ο αιώνα αλλά άρχισε να περιορίζεται από τα μέσα του 19ου αιώνα και σταδιακά σταμάτησε εντελώς αφού η βαφή από ριζάρι παραμερίστηκε στην κυπριακή αγορά από μια νέα χημική ουσία.
Η καλλιέργεια της γης για τη σπορά γινόταν, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, με το παραδοσιακό άροτρο που το έσερναν τα βόδια. Για το φύτεμα και την εκρίζωση των πατατών και άλλες γεωργικές εργασίες, δε χρησιμοποιούσαν μόνο βόδια για να σέρνουν το άροτρο, αλλά και το «βόρτο», αρσενικό ζώο από διασταύρωση θηλυκού μουλαριού και αλόγου. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 αρχίζει πια η μηχανοποίηση της γεωργίας που σήμανε και το τέλος μιας εποχής. Ο τελευταίος ίσως βόρτος στο χωριό ήταν αυτός του Σταυρή που είχε τα χωράφια του στην περιοχή Κάβαλλος, ένα πολύ καλό ζώο που το διατηρούσε για είκοσι χρόνια περίπου. Όταν ο Σταυρής αποφάσισε να τον πουλήσει, ο Χρήστος M. Σιοπαχάς του είπε το πιο κάτω ποίημα, ενδεικτικό της εποχής που αλλάζει:
«Πόσα έκαμεν ο βόρτος χωράφκια του Καβάλου
τζαι κίαρες τον τζι έφυεν τζαι πούλησες τον άλλου.
Έτσι εν να πάθουμεν τζαι μείς, ο Κάβαλλος επήεν
με μείς πως τον εξέραμεν, με τζείνος πως μας είεν.»
Ο Κέκκος ο Τταππολός ήταν ο πρώτος κάτοικος του χωριού που αγόρασε τρακτέρ και αυτό έγινε το 1953. Για μερικά χρόνια η χρήση του τρακτέρ γινόταν παράλληλα με το παραδοσιακό άροτρο που αντικαταστάθηκε σταδιακά, όταν περισσότεροι γεωργοί αγόραζαν τρακτέρ.
Μεγάλες καταστροφές στη γεωργική παραγωγή προκαλούσαν οι ακρίδες που έρχονταν κατά σμήνη από τη γειτονική Αίγυπτο. Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας η αγγλική κυβέρνηση, για να ενθαρρύνει την εξόντωσή τους, αγόραζε τις ακρίδες. Η Χαμπού Κουρρή και η Αντωνού Ταμπουκάρη θυμούνται που πήγαιναν μαζί με τον πατέρα τους στο μάζεμα της ακρίδας για να ενισχύσουν το μικρό εισόδημα της οικογένειας. Χρησιμοποιούσαν μια πάνινη απόχη με την οποία παγίδευαν τις ακρίδες, τις οποίες έβαζαν μετά σε σακούλια και όταν επέστρεφαν στο χωριό τις παρέδιδαν σε υπάλληλο της Κυβέρνησης που τις ζύγιζε, για να πληρωθούν αργότερα μερικά γρόσια για κάθε κιλό που παρέδιναν. Οι γεωργοί ήταν υποχρεωμένοι, κατά την Τουρκοκρατία και Αγγλοκρατία, να παραδίνουν στην κυβέρνηση το 1/10 της παραγωγής τους ως φόρο, εφαρμόζοντας το νόμο της Δεκατείας που καταργήθηκε το 1923. Ο Πιέρος Φακαλμάς περιέγραψε τη διαδικασία, όπως τη θυμόταν από μικρό παιδί και από ό,τι του έλεγε ο πατέρας του:
«Όταν ο γεωργός ανέμιζε τα σιτηρά του, τα μάζευε σε «βουνάρι» και ο υπάλληλος της κυβέρνησης μετρούσε με ένα ξύλο που είχε πάνω χαραγμένα γράμματα και το βούλωνε με μια μεγάλη βούλα σε διάφορα σημεία γύρω από το σωρό, για να μην μπορεί κανείς να μετακινήσει κάποιος μέρος της σοδιάς. Όταν έρχονταν οι υπεύθυνοι για το μέτρημα μετρούσαν με την αμπούστα, και για κάθε δέκα κιλά που έβαζε ο παραγωγός στις σακούλες του, έβαζαν και ένα κιλό για την κυβέρνηση. Ο παραγωγός ήταν μάλιστα υποχρεωμένος να μεταφέρει ο ίδιος το μερίδιο της κυβέρνησης στις αποθήκες στην Αμμόχωστο, γι’ αυτό και το φόρτωνε στην «καρέττα» του και το έπαιρνε.»
Η «καρέττα» ήταν ξύλινη άμαξα την οποία έσερνε άλογο ή αγελάδα και ήταν το βασικό μέσο για μεταφορές μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων που δεν μπορούσαν να γίνουν με το γαϊδούρι.
Πηγές:Διπλωματική Εργασία Μαριάννας Σιοπαχά "Φρέναρος Ιστορία και Πολιτισμός"
Οι πληροφορίες για τις θεριστικές μηχανές δόθηκαν από το Μιχάλη Χατζηλευτέρη (Σιάηλο). Πιερίδη, Α., Φυτικές Βαφικές Ουσίες στην Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, στο Κυπριακή Λαϊκή Τέχνη, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία 1991, σ. 125-126.